- ἐτετιθάσευτο
- τιθασεύωtameplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιθασεύω — ΝΜΑ [τιθασός] 1. (σχετικά με ζώα, ιδίως άγρια) εξημερώνω, δαμάζω 2. μτφ. (σχετικά με πρόσ.) υποτάσσω κάποιον στη θέλησή μου, τόν κάνω υποχείριό μου («ἐπεὶ ἤδη μοι χειροήθης ἦν καὶ ἐτετιθάσευτο», Ξεν.) αρχ. 1. (σχετικά με φυτά) καλλιεργώ 2. παθ.… … Dictionary of Greek